Μια μέρα, κάποιος προσέβαλε άσχημα δημοσίως τον Σωκράτη, φωνάζοντας στην αγορά:
– Είσαι παλιάνθρωπος, αγύρτης, άσχετος και πότης!
Ο Σωκράτης δεν απάντησε, απλώς χαμογέλασε, κουνώντας το κεφάλι.
Ένας πλούσιος αριστοκράτης γνωστός του Σωκράτη, βλέποντας αυτήν τη σκηνή, ρώτησε τον Σωκράτη:
– Πώς μπορείς και ανέχεσαι τέτοιες προσβολές; Δεν αισθάνεσαι άσχημα;
– Πώς μπορείς και ανέχεσαι τέτοιες προσβολές; Δεν αισθάνεσαι άσχημα;
Ο Σωκράτης χαμογέλασε ξανά και του είπε: «Έλα μαζί μου».
Ο γνωστός του τον ακολούθησε σε μία παλαιά και σκονισμένη αποθήκη. Ο Σωκράτης άναψε ένα πυρσό και άρχισε να ψάχνει τριγύρω, μέχρι που βρήκε μια άχρηστη, κουρελιασμένη και τρύπια χλαμύδα. Την έδωσε στον άντρα και του είπε: «Φόρεσέ τη, θα σου κάνει».
Ο άντρας κοίταξε τη κουρελιασμένη χλαμύδα και του είπε αγανακτισμένος:
– Είσαι καλά Σωκράτη; Θα φορέσω εγώ αυτό το κουρέλι;
Και του πέταξε πίσω τη χλαμύδα.
Και του πέταξε πίσω τη χλαμύδα.
«Βλέπεις», του είπε ο Σωκράτης, «φυσικά και δεν δέχθηκες να φορέσεις την βρώμικη χλαμύδα. Κατά τον ίδιο τρόπο, κι εμένα δεν με άγγιξαν τα ανόητα και βρώμικα λόγια που είπε εκείνος ο άνθρωπος. Όταν κάποιος σου χαρίζει κάτι που δεν θέλεις, και εσύ δεν το δεχθείς, σε ποιον ανήκει το απορριφθέν δώρο;»
Το να ταράσσεται κάποιος και να θυμώνει από τις προσβολές των άλλων, είναι σαν να δέχεται να φορέσει τα κουρέλια που του ρίχνουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου